- νεκυϊσμός
- νεκυϊσμός, ὁ (Α) η νεκυομαντεία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + κατάλ. -ισμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκυισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek